- διασυμμαχικός
- -ή, -ό (ν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ συμμάχων («διασυμμαχικές ασκήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. inter-allied)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασυμμαχικός — ή, ό αυτός που διενεργείται ανάμεσα σε συμμάχους: Υπογράφηκε διασυμμαχική συμφωνία των χωρών της Βαλκανικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)